- μουσοπαλαιολύμας
- μουσο-πᾰλαιολύμας [ῡ], α, ὁ,A corrupter of the old music, Tim.Pers.229.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μουσοπαλαιολύμας — μουσοπαλαιολύμας, ὁ (Α) αυτός που καταστρέφει την παλαιά μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + παλαιός + λύμας (< λυμαίνομαι «καταστρέφω»)] … Dictionary of Greek